- τεριρέμ
- το, Νβλ. τερερέμ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεριρέμ — το άκλ., τερερέμ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Хабува — (от болг. хубаво хорошо, красиво), также аненайка, тирирем (от греч. τεριρέμ), нинена особые мелодически пропеваемые вставки в церковные клиросные песнопения, являющиеся подражанием греческим кратимам[1][2] … Википедия
Δοξιάδης, Απόστολος — (Μπρίσμπεϊν, Αυστραλία 1953 –). Λογοτέχνης, μαθηματικός και σκηνοθέτης. Μεγάλωσε στην Αθήνα. Σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών ξεκίνησε σπουδές μαθηματικών στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια έλαβε τον μεταπτυχιακό τίτλο του… … Dictionary of Greek
Καφετζόπουλος, Αντώνης — (Κωνσταντινούπολη 1951 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Το 1974 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του Ανοιχτού Θεάτρου, όπου έπαιξε έναν μικρό ρόλο. Στη συνέχεια αποφάσισε να σπουδάσει ηθοποιός… … Dictionary of Greek
τερερέμ — τερερέμ, το και τεριρέμ, το άκλ., μελωδική παράταση ψαλμωδίας χωρίς λέξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АВАСИОТ — [Васиот; греч. ̓Αβασιώτης (Βασιώτης)] Николай, визант. мелург нач. XIV в. Муз. кодекс афонского мон ря вмч. Пантелеимона № 938 (кон. XV нач. XVI в.) на листе 125 содержит его имя Николай. Свидетельства рукописей (напр., Матиматарий Athen. Cpolit … Православная энциклопедия
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия